- κειμηλίαρχος
- οβλ. κειμηλιάρχης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κειμηλιάρχης — και κειμηλίαρχος, ο (Α κειμηλιάρχης) ο φύλακας κειμηλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιον + άρχης / αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης / ναύ αρχος] … Dictionary of Greek